Κάταγμα ισχίου

Το ισχίο είναι μια άρθρωση με σημαντικό ρόλο στην καθημερινή μας δραστηριότητα, αφού συμμετέχει ενεργά στην κινησιολογία των ποδιών. Εκτός από τη βάδιση, το  κάθισμα και τη διατήρηση της ισορροπίας αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του κορμού και των κάτω άκρων. Ένα κάταγμα ισχίου μετά από πτώση επί του εδάφους αποτελεί έναν από τους πιο  συχνούς λόγους ιατρικής εκτίμησης από ορθοπαιδικό, κυρίως για τους ηλικιωμένους.

Τι ορίζεται ως κάταγμα ισχίου;

Ως κάταγμα ισχίου ορίζεται το σπάσιμο στο άνω τμήμα του μηριαίου οστού. Η άρθρωση του ισχίου αποτελείται από την κεφαλή του μηριαίου οστού και την κοτύλη της λεκάνης, καθώς και από άλλους συνδέσμους που εξασφαλίζουν τη σταθερότητά του.

Ποια είναι τα αίτια πρόκλησης ενός κατάγματος ισχίου;

Το κάταγμα ισχίου, όπως προαναφέρθηκε,  είναι μια κάκωση που εμφανίζεται κυρίως σε ηλικιωμένους ασθενείς. Οι ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας είναι επιρρεπείς στις πτώσεις, αφού μπορεί να έχουν προβλήματα όρασης και νευρολογικές παθήσεις (π.χ. Πάρκινσον) που διαταράσσουν την ισορροπία τους.

Επίσης, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ασθενείς πάσχουν από οστεοπόρωση, μια μεταβολική νόσο που προκαλεί προοδευτική μείωση της πυκνότητας των οστών. Έτσι, σε ασθενείς με οστεοπόρωση, ακόμη και μια πτώση από χαμηλό ύψος, ενδέχεται να προκαλέσει κάταγμα. Από την άλλη, στους νεότερους ασθενείς ένα κάταγμα ισχίου προκαλείται συνήθως από τροχαία ατυχήματα  ή από πτώσεις από μεγάλο ύψος.

Είδη καταγμάτων ισχίου

Τα κατάγματα ισχίου κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το τμήμα του μηριαίου οστού που εντοπίζονται. Ειδικότερα, τα κατάγματα ισχίου διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες:

  • Υποκεφαλικό κάταγμα: πρόκειται για ένα ενδοαρθρικό κάταγμα. Εντοπίζεται  στη βάση της μηριαίας κεφαλής, μέσα στην άρθρωση εντός του αρθρικού θυλάκου.
  • Διατροχαντήριο κάταγμα: το διατροχαντήριο κάταγμα εντοπίζεται μεταξύ του μείζονα και του ελάσσονα τροχαντήρα και είναι εξωαρθρικό.
  • Υποτροχαντήριο κάταγμα: το υποτροχαντήριο κάταγμα κατατάσσεται στα εξωαρθρικά κατάγματα και εντοπίζεται κάτω από τον ελάσσονα τροχαντήρα.

Ο καθορισμός του είδους του κατάγματος είναι βαρύνουσας σημασίας για τον τρόπο αντιμετώπισής του.

Ποια συμπτώματα συνοδεύουν ένα κάταγμα ισχίου;

Η συμπτωματολογία ενός κατάγματος ισχίου είναι η παρακάτω:

  • Έντονος πόνος στην εξωτερική πλευρά του ισχίου ή/και στη βουβωνική χώρα
  • Εκδήλωση μωλώπων
  • Εμφάνιση οιδήματος
  • Αδυναμία φόρτισης του σκέλους και βάδισης
  • Παραμόρφωση σκέλους (φαίνεται πιο κοντό εν συγκρίσει με το άλλο και σε έξω στροφή)

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Η διάγνωση ενός κατάγματος ισχίου πραγματοποιείται με τη λήψη του ατομικού ιστορικού και με την καταγραφή των συμπτωμάτων. Στη συνέχεια, ακολουθεί η κλινική εξέταση του ασθενούς.

Επί υποψίας κατάγματος, ο ασθενής υποβάλλεται σε απλές ακτινογραφίες, για τον καθορισμό του είδους του κατάγματος. Σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις ενδέχεται να απαιτηθούν επιπλέον απεικονιστικές εξετάσεις όπως αξονική ή μαγνητική τομογραφία και σπινθηρογράφημα οστών..

Κάταγμα ισχίου & Θεραπεία

Η αποκατάσταση των καταγμάτων ισχίου πραγματοποιείται στην συντριπτική τους πλειοψηφία  χειρουργικά  (εξαίρεση αποτελούν μερικά υποκεφαλικά κατάγματα ισχίου που μπορεί να αντιμετωπιστούν με συντηρητικά μέσα, εάν και εφόσον είναι μη παρεκτοπισμένα). Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπισή τους θα πρέπει να πραγματοποιείται όσο το δυνατόν πιο άμεσα, καθώς ο στόχος είναι η όσο το δυνατόν γρηγορότερη κινητοποίηση του ασθενούς.

Η χειρουργική μέθοδος που επιλέγεται για την αποκατάσταση των καταγμάτων καθορίζεται από κάποιους παράγοντες. Ο βασικότερος εξ αυτών είναι ο τύπος του κατάγματος, όμως λαμβάνονται υπόψιν και παράγοντες όπως:

  • Η ηλικία του ασθενούς.
  • Η γενική υγεία του.
  • Οι ατομικές του συνήθειες πριν τον τραυματισμό.
  • Η ύπαρξη ή όχι οστεοαρθρίτιδας στην άρθρωση.

Τα υποκεφαλικά κατάγματα σε νεότερους ασθενείς αντιμετωπίζονται με μεμονωμένες βίδες (κοχλίωση), εξασφαλίζοντας έτσι την υποστήριξη του οστού. Αντιθέτως, σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας τα κατάγματα αποκαθίστανται με τη χειρουργική επέμβαση της ημιαρθροπλαστικής ή ολικής αρθροπλαστικής ισχίου.

Η χειρουργική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των διατροχαντήριων καταγμάτων είναι αυτή της εσωτερικής οστεοσύνθεσης. Πιο συγκεκριμένα, η ανάταξη του κατάγματος πραγματοποιείται με τη χρήση βιδών και πλακών ή με τη χρήση ενδομυελικού ήλου. Τέλος, και τα υποτροχαντήρια κατάγματα αντιμετωπίζονται χειρουργικά με την τοποθέτηση ενδομυελικού ήλου.

Οι χειρουργικές μέθοδοι αποκατάστασης είναι ελάχιστα επεμβατικές και οι ασθενείς επιστρέφουν γρήγορα στην καθημερινότητά τους συγκριτικά με το παρελθόν. Επίσης, ο μετεγχειρητικός πόνος έχει ελαχιστοποιηθεί και οι πιθανότητες μετεγχειρητικών επιπλοκών έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί.

Τα κατάγματα ισχίου χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης από έναν καταρτισμένο Ορθοπαιδικό. Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός-Τραυματολόγος Σπύρος Ξεΐνης έχει πραγματοποιήσει με επιτυχία πολλές αρθροπλαστικές ισχίου. Με εξειδίκευση στην Επανορθωτική Χειρουργική,  εφαρμόζει τις πιο καινοτόμες χειρουργικές μεθόδους και στοχεύει στην άμεση αποκατάσταση των ασθενών του. Επικοινωνήστε μαζί μας και κλείστε το ραντεβού σας.

Στους ηλικιωμένους ασθενείς το βασικό αίτιο πρόκλησης ενός κατάγματος ισχίου είναι οι πτώσεις (ακόμη και από μικρό ύψος). Αντίθετα, στους νεότερους ασθενείς τα κατάγματα ισχίου προκαλούνται σε τροχαία ατυχήματα ή εξαιτίας πτώσεων από μεγάλο ύψος.

Τα κατάγματα ισχίου κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το σημείο που εντοπίζεται το κάταγμα και διακρίνονται σε:

  • Υποκεφαλικό κάταγμα ισχίου
  • Διατροχαντήριο κάταγμα ισχίου
  • Υποτροχαντήριο κάταγμα ισχίου

Ένα κάταγμα ισχίου ενδέχεται να εμφανίσει τα παρακάτω συμπτώματα:

  • Έντονος πόνος στην άρθρωση του ισχίου και στη βουβωνική χώρα
  • Εμφάνιση μωλώπων και οιδήματος
  • Αδυναμία βάδισης
  • Παραμόρφωση του τραυματισμένου σκέλους κ.ά.

Η άμεση χειρουργική επέμβαση 24 ώρες μετά το κάταγμα είναι βαρύνουσας σημασίας για την αποκατάσταση της άρθρωσης του ισχίου.  Η χειρουργική θεραπεία που επιλέγεται εξαρτάται κυρίως από το είδος του κατάγματος, αλλά και από άλλους παράγοντες.

Τα διατροχαντήρια κατάγματα αντιμετωπίζονται με τη μέθοδο της οστεοσύνθεσης, η οποία επιτυχγάνεται είτε με πλάκες και βίδες είτε με ενδομυελικό ήλο. Τα υποκεφαλικά κατάγματα αντιμετωπίζονται είτε με κοχλίωση είτε με ημιολική ή ολική αρθροπλαστική ισχίου, ενώ τα υποτροχαντήρια με την τοποθέτηση ενδομυελικού ήλου.